-
1 πλευρά
[плэвра] ουσ. Θ. бок, сторона, ребро,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλευρά
-
2 сторона
-ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.1. πλευρό, πλευρά, μέρος•в -у леса προς το μέρος του δάσους•
со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•
разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.
|| το πλάι•смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•
в -е στο πλάι, δίπλα.
|| σημείο, σημάδι•-ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.
2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•родная сторона η γενέτειρα•
чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.
3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.
|| μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•
посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.
4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.
|| μτφ. άποψη•художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•
юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.
5. ομάδα•враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•
договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.
6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.7. (μαθ.) πλευρά•-ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.
εκφρ.в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•в -у – κατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•с вашей -ы – από την πλευρά σας•дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου. -
3 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
4 сторона
сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης* * *ж1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά2) το μέρος, ο τόπος3) (край, бок) η πλευρά, η μεριάс пра́вой стороны́ — από τα δεξιά
в сто́рону — στην μπάντα
на той стороне́ — αντίπερα
в стороне́ — στο πλάι, παράμερα
4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνειαобра́тная сторона́ — η ανάποδη
лицева́я сторона́ — η καλή όψη
5) мн.сто́роны — οι αμφότεροι
••с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη
-
5 борт
1. (судна, самолёта) η πλευρά, η μπάνταподводный - (судна) τα ύφαλα, η κάτω πλευρά του σκάφους2. (автомобиля) η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борт
-
6 обапол
(дер.-об) το σανίδι με κυκλική πλευρά, горбыльный - με απριόνιστη/πριο-νισμένη κάτω του μισού πλευράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обапол
-
7 бок
-а, προθτ. о боке, на боку, πλθ. бока а.,1. πλευρό, πλευρά•перевертываться с -у на бок γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
спать на -у κοιμάμαι στο πλευρό.
2. πλευρά αντικειμένου.εκφρ.бок о бок – πλάι-πλάι•брать (взять, схватить) за -а – (απλ.) πιάυω από τ’ αυτί (να δόσει λόγο ή υποχρεώνω να κάμει τι)•под боком ή под боком – δίπλα, πλάι, πολύ κοντά•лежать на -у – το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω•намять, наломать, обломать -а – σπάζω τα πλευρά (ξυλοκοπώ άγρια)•отдуваться своими -ами – πληρώνω τα σπασμένα (άλλου), την πληρώνω εγώ. -
8 борт
-а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.1. η πλευρά•правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.
2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.
3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.εκφρ.борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•на -у самолета – στο αεροπλάνο•брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο. -
9 ребро
-а, πλθ. рбра, рбер, рбрам α.1. πλευρό, παίδι•так похудел, что рбра видно αυτός αδυνάτισε τόσο, που φαίνονται τα πλευρά.
2. άκρη, η πλευρά•ребро доски η πλευρά της σανίδας•
ребро монеты η στεφάνη (γύρος)του κέρματος.
3. ακμή•ребро двухгранного угла η ακμή της δίεδρης γωνίας•
ребро пирамиды η ακμή της πυραμίδας.
εκφρ.поставить вопрос -ом – βάζω το ζήτημα απερίφραστα, ορθά-κοφτά. -
10 теневой
επ.σκιερός• απόσκιος•-ая сторона η σκιερή πλευρά•теневой склон горы η απόσκια πλαγιά του βουνού.
|| φυόμενος κάτω από σκιά•-ые травы χόρτα σκιάς.
|| της σκιάς, από τη σκιά (σχηματιζόμενος)•теневой узор σχέδιο από τη σκιά.
|| σκιώδης•-ые места картины τα σκιώδη μέρη της εικόνας.
εκφρ.- ая сторона – η σκοτεινή πλευρά (η αρνητική πλευρά). -
11 буксировка
η ρυμούλκησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > буксировка
-
12 грань
1. (плоскость) η πλευρά, η έδρα 2. (драгоценного камня) η πλευρά,η κοπή, η έδρα 3. (линия раздела) το όριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грань
-
13 перекладывать
1. (дорожное покрытие) επικαλύπτω/επιστρώνω εκ νέου 2. мор. μετατοπίζω, στρίβω. - руль - το πηδάλιο 3. (напр. на другое место) μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω 4. (переносить на другой срок, откладывать) αναβάλλω 5. (освобождая кого-л. от чего-л., возлагать на другого) αναθέτω 6. (укладывать что-л., помещая между отдельными укладываемыми предметами слой чего-л другого) (παρ)εμβάλλω, (παρ)ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα 7. (что-л. заново, иначе) ξανατοποθετώ 8. (муз., литер) διασκευάζω, τροποποιώ, μετατρέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладывать
-
14 перетекание
η ροή, η εκροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перетекание
-
15 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
16 бок
-
17 борт
борт м η πλευρά (πλοίου) на \борту στο πλοίο" за \бортом στη θάλασσα* * *мη πλευρά (πλοίου)на борту́ — στο πλοίο
за борто́м — στη θάλασσα
-
18 ребро
-
19 склон
-
20 борт
бортм1. мор., ἀβ. ἡ πλευρά πλοίου:правый \борт ἡ δεξιά πλευρά πλοίου; выбросить за \борт ρίχνω στή θάλασσα; за \бортом στήν θάλασσα; на \борту πάνω στό πλοϊο;2. (одежды) ἡ ἄκρη, ἡ ὁϋγια, ἡ παρυφή.
См. также в других словарях:
πλευρά — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρᾷ — πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πλευρά — η 1. πλάγιο μέρος πραγμάτων, πλευρό: Η βόρεια πλευρά του οικήματος, του βουνού. 2. κόκαλο του θώρακα ανθρώπου ή ζώου, αλλιώς παΐδι, πλευρό: Του βγάλανε δυο πλευρά. 3. εξωτερική ευθεία γραμμή γεωμετρικού σχήματος: Πλευρά τριγώνου, τετραγώνου κτλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρᾶι — πλευρᾷ , πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευράν — πλευρά̱ν , πλευρά rib fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευράς — πλευρά̱ς , πλευρά rib fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευραῖν — πλευρά rib fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευραῖς — πλευρά rib fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)